κιβωτιοποιός

κιβωτιοποιός
ο мистер, изготовляющий ящики, сундуки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κιβωτιοποιός" в других словарях:

  • κιβωτιοποιός — ο ο κατασκευαστής κιβωτίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβώτιο + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κιβωτιοποιία — η [κιβωτιοποιός] η τέχνη τής κατασκευής κιβωτίων …   Dictionary of Greek

  • κιβωτιοποιείο — το το εργαστήριο τού κιβωτιοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτιοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κιβώτιο — το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν) μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»